Αναμφισβήτητα ζούμε σε μία καταναλωτική εποχή. Παράλληλα όμως ζούμε και σε δύσκολες οικονομικά συνθήκες. Δεν ξέρω αν είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης ή απλά ο κόσμος έριξε τα ποιοτικά του standard και έχει στραφεί σε φτηνά προϊόντα, πολλές φορές βλαβερά ακόμα και για την υγεία του.
Εγώ πάλι, απο πολύ μικρός είχα μέσα στο μυαλό μου την ιδέα πως είμαι γεννημένος για μεγάλη ζωή! Ίσως είναι ο χαρακτήρας μου, ίσως οτι μεγάλωσα την εποχή που ο Πέτρος Κωστόπουλος έγραφε τα 20 πράγματα που πρέπει να έχει κάνει ενας άντρας μέχρι τα 30 του σε άρθρα και editorials.
Αρχές δεκαετίας 90s, με την εφηβεία να με έχει χτυπήσει κατακέφαλα, ηταν η εποχή που γυρνούσα σπίτι κάθε μήνα αγκαλιά με το Klik, Men, Status και ότι άλλο κυκλοφορούσε στα περίπτερα.
Κάπου στα 17-18 μου άρχισα να κυκλοφορώ νύχτα. Το “νύχτα” είναι μεγάλη κουβέντα βεβαια, καθώς η έξοδος τελείωνε λίγο πριν τη μία που είχα εντολή να γυρίσω στο σπίτι και αυτό κάθε δεύτερο Σάββατο.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1994 να ξεφυλλίζω ένα περιοδικό. Σε μία σελίδα είχε σχηματικά τον τρόπο να δέσεις μια γραβάτα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Μία ώρα μετά, βρέθηκα σε ενα εμπορικό κατάστημα της πόλης να διαλέγω γραβάτες.
Όπως και οι περισσότεροι της ηλικίας μου, κοιτούσαμε το ρολοϊ περιμένοντας να αλλάξει ο χρόνος ώστε να σηκωθούμε απο το γιορτινό τραπέζι και να βγούμε με την παρέα για ποτό.
Εκείνη τη χρονιά έβαλα για πρώτη φορά στη ζωή μου σακάκι και γραβάτα. Πιστεύω πως η συνολική μου εμφάνιση ήταν λίγο πολύ αστεία. Εγώ ένιωθα λίγο σαν μικρομέγαλος και ήμουν νευρικός, ενώ οι υπόλοιποι στην παρέα ήταν ντυμένοι με casual ντύσιμο και είχαν αρχίσει το δούλεμα.
Όπως και να έχει, κάτι άλλαξε μέσα μου εκείνη την ημέρα. Άρχισα να ψάχνω το ωραίο, το καλό, το ποιοτικό. Απο ρούχα και διάφορα αντικείμενα, μέχρι το φαγητό και το ποτό.
Η φτήνια τρώει τον παρά που λέει ο σοφός λαός και έτσι μπήκα απο μικρός στη λογική πως είναι καλύτερα να αγοράσω ένα καλό και ακριβό ρούχο, παρά δέκα χαμηλής ποιότητας.
Προτιμώ να βγώ μία φορά το μήνα για φαγητό σε ένα καλό εστιατόριο, παρά να τρώω κάθε μέρα junk σε κάποιο fast food.
Απο τότε μέχρι σήμερα, ακολουθώ την ίδια νοοτροπία. Στο σπίτι θα προτιμήσω ενα καλό μπουκάλι ουίσκι και συντηρητική χρήση που θα με βγάλει μερικούς μήνες, παρά αρκετά μπουκάλια κακής ποιότητας για καθημερινή χρήση.
Πέρα απο το θέμα value for money, ανακάλυψα εμπειρικά πως ανάλογα την περίσταση, ο κόσμος σε αντιμετωπίζει διαφορετικά με ενα καλό και προσεγμένο ντύσιμο.
Έχοντας αρχίσει τα επαγγελματικά ταξίδια σε μικρή ηλικία, παρατήρησα τη διαφορετική αντιμετώπιση που είχα αλλάζοντας μικροπράγματα στην εμφάνιση μου. Αυτό το έβλεπα παντού. Σε τυπικό έλεγχο στο αεροδρόμιο, σε ενα μαγαζί, ακόμα και σε μια δημόσια υπηρεσία η τράπεζα.
Οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά. Έτσι άρχισα να αλλάζω σταδιακά μικρά αντικείμενα της καθημερινότητας μου. Πέταξα το πλαστικό swatch μου και το αντικατέστησα με ενα καλό ρολόϊ. Απο το λύκειο και μετά σταμάτησα να χρησιμοποιώ πλαστικά στυλό και στη θέση τους έβαλα μια καλή πένα ή ενα ασημένιο στυλό. Εικοσιτρία χρόνια μετά, έχω ακόμα τον Parker που έγραψα πανελλαδικές εξετάσεις στο λύκειο.
Μετά το 2000, κατάφερα να ζώ λίγο πολύ τη ζωή που ήθελα. Είχα μια πολύ καλή δουλειά και τα χιλιάρικα έτρεχαν σε μισθό κάθε μήνα. Ακριβό αμάξι, ταξίδια, εργένικη τρίπατη μεζονέτα, διασκέδαση, livin da vida loca!
Εκείνη την περίοδο, έφτιαξα γκαρνταρόμπα. Κάθε Σαββάτο πρωί γυρνούσα την αγορά και άδειαζα τον τραπεζικό μου λογαριασμό σε ρούχα. Η ντουλάπα μου είχε γεμίσει με ρούχα απο φίρμες όπως Trussardi, D&G και κοστουμάκια BOSS και Armani για τη δουλειά.
Αναμφισβήτητα, έκανα αρκετές υπερβολές. Δεν είχα ιδιαίτερες υποχρεώσεις και έτσι μπορούσα να το στηρίξω οικονομικά. Όμως, αρκετά απο αυτά τα ρούχα είναι ακόμα στη ντουλάπα μου μετά απο 15-17 χρόνια και είναι σαν καινούργια.
Κάποια απο αυτά, ένα πρωί η γυναίκα μου τα έβαλε σε τσάντες και τα πέταξε, γιατι άλλαξε η μόδα ή δεν μου έκαναν. Δεν χωράω πλέον σε small size. Ο λόγος που δεν χωράω σε αυτά τα ρούχα είναι θέμα για άλλο post, με τίτλο “Business as usual™”. Οι φίλοι ξέρουν.
“Buy once, cry once”, γιατί μερικές φορές πρέπει να καλομαθαίνουμε τους εαυτούς μας. Μας αξίζει!